φθινοπωρινός

φθινοπωρινός
-ή, -ό / φθινοπωρινός, -ή, -όν, ΝΑ [φθινόπωρον]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο
2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται το φθινόπωρο («φθινοπωρινά ρούχα»)
2. αυτός που προκαλείται από το φθινόπωρο («φθινοπωρινή κατάθλιψη»)
3. φρ. «φθινοπωρινό σημείο»
αστρον. το ένα από τα δύο σημεία τομής τού ισημερινού επιπέδου και τού επιπέδου τής εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη μετάβαση τού Ηλίου κατά τη διάρκεια τής φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο ημισφαίριο τού ουρανού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθινοπωρινός — φθινοπωρινός, ή, ό και χινοπωρινός, ή, ό 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται το φθινόπωρο, αυτός που είναι του φθινοπώρου: Φθινοπωρινή βροχή. 2. αυτός που χρησιμοποείται το φθινόπωρο: Φθινοπωρινό ντύσιμο. 3. αυτός που προκαλείται από το φθινόπωρο:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθινοπωρινός — autumnal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρινά — φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc pl φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc/acc dual φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρινῶν — φθινοπωρινός autumnal fem gen pl φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρινόν — φθινοπωρινός autumnal masc acc sg φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωριναῖς — φθινοπωρινός autumnal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωριναί — φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρινοῖς — φθινοπωρινός autumnal masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρινοί — φθινοπωρινός autumnal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρινοῦ — φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”